περιφερόγραμμος

περιφερόγραμμος
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής + -γραμμος (< γραμμή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιφερόγραμμος — bounded by a curved line masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερόγραμμον — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem acc sg περιφερόγραμμος bounded by a curved line neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερογράμμοις — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερογράμμου — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερογράμμων — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερόγραμμα — περιφερόγραμμος bounded by a curved line neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιφερόγραμμοι — περιφερόγραμμος bounded by a curved line masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”